Χοληστερόλη και λιπίδια - Τι σημαίνουν όλες αυτές οι εξετάσεις και γιατί έχουν σημασία;
- Χρυσάνθη Παπαναστασοπούλου
- 6 Μαΐ
- διαβάστηκε 4 λεπτά

Η μέτρηση των λιπιδίων στο αίμα αποτελεί βασικό δείκτη του καρδιαγγειακού κινδύνου. Στη
σύγχρονη ιατρική, η απλή μέτρηση της ολικής χοληστερόλης δεν αρκεί. Η αξιολόγηση γίνεται πλέον
με βάση έναν πιο ολοκληρωμένο λιπιδαιμικό έλεγχο, που περιλαμβάνει:
Ολική χοληστερόλη
Είναι το άθροισμα της LDL, HDL και του 20% των τριγλυκεριδίων.
Τι δείχνει: Έναν γενικό δείκτη για το επίπεδο των λιπιδίων.
Φυσιολογική τιμή: < 200 mg/dL.
Επηρεάζεται από τη διατροφή, την άσκηση, το βάρος, τη σύσταση σώματος, το κάπνισμα, το
αλκοόλ, τα φάρμακα (οι θειαζίδες την αυξάνουν, οι στατίνες τη μειώνουν), παθολογικές καταστάσεις
(ηπατική νόσος, υποθυρεοειδισμός) και προσωρινές μεταβολές (μετά από οξύ έμφραγμα ή άλλη
οξεία νόσο, κατά την εγκυμοσύνη, σε χειρουργείο ή σωματικό stress).
Τριγλυκερίδια
Αποτελούν μορφή αποθήκευσης λίπους στο αίμα και συνδέονται κυρίως με διατροφή, παχυσαρκία
και αντίσταση στην ινσουλίνη.
Τι δείχνουν: Υψηλά επίπεδα σχετίζονται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο και παγκρεατίτιδα.
Φυσιολογική τιμή: < 150 mg/dL (νηστείας 12 ωρών, αποφυγή αλκοόλ για 24 ώρες).
Επηρεάζονται από τη διατροφή, παχυσαρκία, καθιστική ζωή, ανεπαρκή έλεγχο διαβήτη, ορμονικές
διαταραχές (υποθυρεοειδισμός, νεφρωσικό σύνδρομο), ορισμένα φάρμακα (κορτικοστεροειδή, β-
αναστολείς, θειαζίδες).
LDL χοληστερόλη (Low-Density Lipoprotein – "κακή" χοληστερόλη)
Μεταφέρει χοληστερόλη προς τους ιστούς και μπορεί να συσσωρεύεται στα αγγεία.
- Τι δείχνει: Διεισδύει στο τοίχωμα των αρτηριών, οξειδώνεται, προκαλεί φλεγμονή και αθηρωματική
πλάκα (στένωση αρτηριών) και αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού επεισοδίου.
- Φυσιολογική τιμή:
Υγιείς ενήλικες: < 100 mg/dL
Υψηλού κινδύνου: < 70 mg/dL
Πολύ υψηλού κινδύνου: < 55 mg/dL
Επηρεάζεται από τη διατροφή, την καθιστική ζωή, παχυσαρκία, υποθυρεοειδισμό, γενετικούς
παράγοντες (οικογενής υπερχοληστερολαιμία), φαρμακευτική αγωγή.
HDL χοληστερόλη (High-Density Lipoprotein – "καλή" χοληστερόλη)
Απομακρύνει την περίσσεια χοληστερόλης από τους ιστούς και τα αγγεία.
- Τι δείχνει: Υψηλά επίπεδα είναι προστατευτικά.
Φυσιολογική τιμή:
Άνδρες: > 40 mg/dL
Γυναίκες: > 50 mg/dL
Επηρεάζεται- μειώνεται από τη διατροφή (κατανάλωση μονοακόρεστων, ω-3), τη σωματική
άσκηση (αερόβια), μέτρια κατανάλωση αλκοόλ (π.χ. κόκκινο κρασί – με μέτρο), απώλεια βάρους
και διιακοπή καπνίσματος.
Non-HDL χοληστερόλη
Είναι η διαφορά: Ολική – HDL. Περιλαμβάνει την LDL, VLDL, IDL και άλλες αθηρογόνες
λιποπρωτεΐνες.
- Δείχνει το συνολικό αθηρογόνο φορτίο.
Φυσιολογική τιμή: < 130 mg/dL (ή 30 μονάδες πάνω από τον επιθυμητό στόχο LDL).
Lp(a) – Λιποπρωτεΐνη α
Γενετικά καθοριζόμενη μορφή LDL που συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα, εγκεφαλικό
και στένωση αορτής.
Μετράται σε :
Άτομα με οικογενειακό ιστορικό πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου (εγκεφαλικό, καρδιακή ανεπάρκεια,
αθηρωματική νόσο και αορτικής στένωση) σε ηλικία <55 ετών στους άντρες και <65 ετών στις
γυναίκες.
Σε άτομα με επαναλαμβανόμενα καρδιαγγειακά επεισόδια παρά την καλή ρύθμιση της LDL.
Σε άτομα με οικογενή υπερχοληστερολαιμία.
Όταν η LDL παραμένει υψηλή χωρίς σαφή αιτία.
Σε νεαρά άτομα (<50 ετών) με καρδιαγγειακή νόσο χωρίς άλλους προφανείς παράγοντες
κινδύνου.
Σε ασθενείς με βαλβιδοπάθειες (π.χ. αορτική στένωση).
- Φυσιολογική τιμή: < 30 mg/dL.
- Η Lp(a) είναι γενετικά καθορισμένη και σταθερή εφ’ όρου ζωής, δε μειώνεται με
διατροφή ή άσκηση, αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου και
επηρεάζεται ελάχιστα από νοσήματα και φαρμακευτικές παρεμβάσεις, εκτός από τις
νέες εξειδικευμένες θεραπείες.
Ομοκυστεΐνη
Είναι αμινοξύ που αυξάνεται σε περιπτώσεις έλλειψης βιταμινών Β12, φυλλικού οξέος, νεφρικής
ανεπάρκειας ή γενετικών μεταλλάξεων.
Μετράται:
Όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό θρομβώσεων ή πρόωρης αγγειακής νόσου.
Σε άτομα με πρώιμο αγγειακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο χωρίς εμφανείς αιτίες.
Σε ασθενείς με χαμηλές τιμές Β6, Β12 ή φυλλικού οξέος.
Σε άτομα με νεφρική ανεπάρκεια.
Σε περιπτώσεις υποψίας υπερομοκυστεϊναιμίας (π.χ. ομοκυστινουρία).
Φυσιολογική τιμή: < 15 μmol/L (ιδανικά <10 μmol/L).
Επηρεάζεται από την έλλειψη βιταμινών, γενετικούς πολυμορφισμούς, τη νεφρική λειτουργία, τη
φαρμακευτική αγωγή, το κάπνισμα, κατανάλωση κσφέ, αλκοόλ, την καθιστική ζωή και τη διατροφή.
8. Apolipoprotein A1 (apoA1)
Είναι πρωτεΐνη της HDL – σχετίζεται με το “καλό” λιπιδαιμικό προφίλ.
- Φυσιολογική τιμή: > 120 mg/dL
Apolipoprotein B (apoB)
Είναι πρωτεΐνη όλων των αθηρογόνων λιποπρωτεϊνών (LDL, VLDL, IDL, Lp(a)).
- Δείχνει το πραγματικό φορτίο των αθηρογόνων σωματιδίων και είναι πιο ακριβής δείκτης
κινδύνου από την LDL.
Μετράται:
Αν η LDL είναι φυσιολογική αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες κινδύνου.
Σε μεταβολικό σύνδρομο ή αυξημένα τριγλυκερίδια.
Όταν υπάρχει διαφωνία μεταξύ LDL και κλινικής εικόνας.
Σε υποψία οικογενούς υπερλιπιδαιμίας.
- Φυσιολογική τιμή: < 90 mg/dL για γενικό πληθυσμό, < 80 mg/dL για υψηλού κινδύνου.
Δείκτης apoB / apoA1
Εκφράζει την ισορροπία μεταξύ μεταξύ “κακών” και “καλών” λιποπρωτεϊνών.
Μετράται όταν θέλουμε πιο ακριβή εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου, σε ασθενείς με
φαινομενικά «φυσιολογική» LDL αλλά υποψία υπολειπόμενου κινδύνου,σε ασθενείς με αυξημένα
τριγλυκερίδια ή μεταβολικό σύνδρομο (όπου ο υπολογισμός της LDL δεν είναι αξιόπιστος), όταν
υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ κλασικών δεικτών και καρδιολογικής εικόνας, σε ασθενείς υπό φαρμακευτική αγωγή για δυσλιπιδαιμία, σε περιπτώσεις με πολύ χαμηλή HDL και όταν υπάρχει
υποψία για αυξημένο αριθμό LDL σωματιδίων παρά τη χαμηλή LDL Φυσιολογική τιμή: < 0.8 (όσο πιο χαμηλός, τόσο καλύτερα). Δεν επηρεάζεται από την κατάσταση νηστείας (σε αντίθεση με την LDL που υπολογίζεται).
Συμπερασματικά:
Η αξιολόγηση του καρδιαγγειακού κινδύνου δεν περιορίζεται πλέον σε μία ή δύο παραμέτρους. Η
σύγχρονη προσέγγιση περιλαμβάνει συνδυασμό βασικών και εξειδικευμένων λιπιδαιμικών δεικτών,
οι οποίοι επιτρέπουν την πιο ακριβή και εξατομικευμένη πρόληψη και αντιμετώπιση. Εάν υπάρχει
οικογενειακό ιστορικό ή συνυπάρχουν άλλοι παράγοντες κινδύνου, συστήνεται η περαιτέρω διερεύνηση με εξετάσεις όπως οι apoA1, apoB, Lp(a) και ομοκυστεΐνη.