Χρυσάνθη Παπαναστασοπούλου: ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΙΝΣΟΥΛΙΝΗΣ -ΕΝΑΣ ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ
- Χρυσάνθη Παπαναστασοπούλου
- 4 Φεβ
- διαβάστηκε 3 λεπτά

Η έγκαιρη διάγνωση και διαχείριση της αντίστασης στην ινσουλίνη μπορεί να προλάβει σοβαρές επιπλοκές, όπως ο διαβήτης τύπου 2, το μεταβολικό σύνδρομο, η παχυσαρκία και οι καρδιαγγειακές νόσοι.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι μια πολυπαραγοντική κατάσταση και μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως: η παχυσαρκία, ειδικά η συσσώρευση λίπους στην κοιλιακή χώρα, η λιπώδης διήθηση του ήπατος, η εναπόθεση λίπους στους μύες, η καθιστική ζωή (μειώνει την κατανάλωση γλυκόζης από τους μύες), η διατροφή (υπερκατανάλωση απλών υδατανθράκων, λίγες φυτικές ίνες, υπερβολική κατανάλωση λιπαρών), η χρόνια φλεγμονή, οι ορμονικές διαταραχές (π.χ. σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών , υπερκορτιζολαιμία, υποθυρεοειδισμός), οι φαρμακευτικοί παράγοντες (στεροειδή, κάποια αντιψυχωσικά ή ανοσοκατασταλτικά), η αύξηση της ηλικίας, οι διαταραχές ύπνου (χρόνια αϋπνία ή η αποφρακτική υπνική άπνοια), η γενετική προδιάθεση (κληρονομήσιμες μεταλλάξεις που επηρεάζουν τους υποδοχείς της ινσουλίνης ή τις μεταβολικές οδούς της γλυκόζης εμφανίζεται συχνά σε φυσιολογικού βάρους άτομα), το οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, η εντερική δυσβίωση, το οξειδωτικό στρες ή παροδικά αίτια (κύηση, εφηβεία, οξεία ασθένεια).
Η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να ταξινομηθεί με βάση την αιτιολογία (γενετική ή επίκτητη), τους ιστούς που επηρεάζει (ηπατική ,μυική, λιπώδους ιστού) ή ανάλογα με τη σοβαρότητα & την κλινική παρουσίαση (ήπια, μέτρια, σοβαρή) ή ειδικές κατηγορίες αντίστασης στην Ινσουλίνη όπως ο Τύπος Α (γενετική μορφή σε νεαρά άτομα, που οφείλεται σε μεταλλάξεις στον υποδοχέα ινσουλίνης) και ο τύπος Β (αυτοάνοση μορφή, που οφείλεται σε παραγωγή αντισωμάτων κατά του υποδοχέα ινσουλίνης και μπορεί να συνυπάρχει με ΣΕΛ, ρευματοειδή αρθρίτιδα ή άλλα αυτοάνοσα νοσήματα και συχνά συνδέεται με παραδοξική υπογλυκαιμία).
Ενδείξεις για αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να είναι η αυξημένη περίμετρο μέσης (γυναίκες: >88 cm, άνδρες: >102 cm), τα αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων (>150 mg/dL) η χαμηλή HDL(<40 mg/dL σε άνδρες, <50 mg/dL σε γυναίκες), οι σκούρες περιοχές δέρματος (σκούρες, βελούδινες κηλίδες συνήθως στις πτυχώσεις του δέρματος λαιμός, μασχάλες, βουβωνική χώρα), η κόπωση και η δυσκολία απώλειας βάρους, η παχυσαρκία (BMI>25 kg/m²), οι ορμονολογικες
ή αναπαραγωγικές διαταραχές (σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών),το οικογενειακό ιστορικό διαβήτη τύπου 2, το προσωπικό ιστορικό διαβήτη κύησης ή μωρό με μεγάλο βάρος γέννησης (>4 κιλά) και η χρόνια καθιστική ζωή.
Η διάγνωση γίνεται μέσω αιματολογικών εξετάσεων όπως :
α. Γλυκόζη Νηστείας
β. Ινσουλίνη ΝηστείαςΑυξημένα επίπεδα (≥10-15 μIU/mL) υποδηλώνουν πιθανή αντίσταση στην ινσουλίνη.
γ. Δείκτης HOMA-IR
δ. Δοκιμασία Ανοχής Γλυκόζης, δηλαδή η μέτρηση της γλυκόζης και της ινσουλίνης νηστείας και στη συνέχεια μετά από λήψη 75g γλυκόζης σε διαστήματα 60 και 120 λεπτών.
Συμπληρωματικά προσδιορίζονται τα τριγλυκερίδια, η HDL χοληστερόλη, το ουρικό οξύ και η CRP.
Η αντιμετώπιση της αντίστασης στην ινσουλίνη είναι πολύπλευρη. Εκτός, από τη φαρμακευτική παρέμβαση που ίσως χρειαστεί ,πρέπει να τροποποιηθούν οι παρακάτω παράγοντες:
α. Διατροφή
• Επιλέξτε υγιεινές τροφές:
• Τρόφιμα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (όπως όσπρια, ολικής άλεσης προϊόντα, λαχανικά).
• Πρωτεΐνες υψηλής ποιότητας (π.χ. ψάρι, κοτόπουλο, φυτικές πρωτεΐνες).
• Υγιεινά λιπαρά (ελαιόλαδο, ξηροί καρποί, αβοκάντο).
• Περιορίστε:
• Επεξεργασμένους υδατάνθρακες (ζάχαρη, άσπρο ψωμί, γλυκά).
• Κορεσμένα και τρανς λιπαρά (τηγανητά, επεξεργασμένα τρόφιμα).
• Μικρά και συχνά γεύματα: Για τη διατήρηση σταθερού σακχάρου στο αίμα.
β. Άσκηση
• Αερόβια άσκηση: Τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα (π.χ. περπάτημα, τρέξιμο, κολύμπι).
• Ασκήσεις ενδυνάμωσης: Βελτιώνουν τη μυϊκή μάζα και αυξάνουν τη χρήση γλυκόζης.
γ. Απώλεια Βάρους κατά 5-10% του σωματικού βάρους μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ευαισθησία στην ινσουλίνη.
δ. Μείωση Στρες
ε. 7-8 ώρες ποιοτικού ύπνου καθημερινά βοηθούν στην ορμονική ισορροπία.
στ. Αντιοξειδωτικά συμπληρώματα (αντιοξειδωτικά, όπως η βιταμίνη C, η βιταμίνη E και το σελήνιο) και λήψη προβιοτικών για τη βελτίωση του εντερικού μικροβιώματος.
ζ. Μείωση του καπνίσματος και της κατανάλωσης αλκοόλ με σκοπό να μειωθεί η παραγωγή ελεύθερων ριζών.